- ψηλαφιστά
- επίρρ. τροπ., ψαχουλευτά, με ψηλάφηση: Προχωρούσαμε ψηλαφιστά στο σκοτάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηλαφιστός — ή, ό, Ν [ψηλαφίζω] ψηλαφητός. επίρρ... ψηλαφιστά Ν ψηλαφητά … Dictionary of Greek
ψαχουλευτά — επίρρ. τροπ., ψάχνοντας εδώ κι εκεί, ψηλαφιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)